Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013


Σαν τους παππούδες μας το ‘50

Της Σοφίας Διγενή-Κολιοτάση

Μαζεύουμε το τελευταίο λεπτό μας κάθε βράδυ όπως οι κουλουράδες μιας άλλης εποχής μάζευαν τις δεκάρες. «Μια για το αυριανό καρβέλι, δυο για λίγες ελίτσες, κάτι να πάρουμε δυο χούφτες φασόλια να χορτάσουμε την οικογένεια, αυτές για να αγοράσουμε τα αυριανά κουλούρια» έλεγαν. Και καλά αν η οικογένεια ήταν δυο τρία άτομα. Χόρταιναν με αυτά τα λίγα. Αν όμως ήταν ένας παραπάνω, κάποιος στην φαμίλια έμενε νηστικός και συνήθως ήταν η μάνα.

Αυτά έζησαν οι παππούδες μας. Και να που τώρα, σήμερα, στον 21ο αιώνα, πενήντα χρόνια μετά τα ζούμε κι εμείς. Καίμε χαρτόκουτα για να ζεσταθούμε. Τα ξύλα είναι πολυτέλεια. Σβήνουμε τα φώτα κι ανάβουμε κεριά για να βλέπουμε στα σκοτάδια αφού αν δεν τα σβήσουμε εμείς θα έρθει η ΔΕΗ να μας κόψει το ρεύμα. Χορταίνουμε από τις εκπομπές μαγειρικής, πολλές μα τον Θεό, όσοι έχουμε την δυνατότητα να τις παρακολουθούμε, οι άλλοι αρκούμεθα σε ένα γεύμα στεγνό και δεν πάμε πια στα Super Market αλλά στο Μini Market της γειτονιάς που τα γράφουν στο τεφτέρι κιόλας. Τώρα που είπα τεφτέρι θυμήθηκα πως ήταν μαγική συνταγή κι αυτό του ’50, τότε που οι γειτονιές μοσχοβολούσανε βασιλικό κι ασβέστη! Η διαφορά με το τώρα είναι ότι γύρω μας μάς πνίγει η αιθαλομίχλη, ζούμε κρυμμένοι στα παλτά και τα τετράγωνα κουτιά που τα λέμε σπίτια, φοβισμένοι, εχθρικοί και αδιάφοροι για τον διπλανό μας, γιατί δεν ξέρουμε αν είναι και «δικός» μας.

Βάζουμε κάθε μέρα κι ένα τούβλο απομόνωσης για να μην μας αγγίζει ότι συμβαίνει στις πλατείες, στα μπαλκόνια, το δρόμο, στα διπλανά μας σπίτια. «Αυτοκτόνησε» ακούμε και τρέχουμε να αφήσουμε σημειώματα συμπαράστασης στον νεκρό που γίνεται για μια στιγμή ο «αυτόχειρας ήρωας»… «Όχι, όχι δεν το έκανε από τρέλα από αγανάκτηση το έκανε» συμπεραίνουμε. Κρατάει λίγο όλο αυτό και μας ξυπνάει από τον λήθαργο. Μετά πάλι στο φυσικό μας καταφύγιο. Εκεί στέλνει και το κράτος τους λογαριασμούς που πρέπει να του πληρώσουμε. Μας βάζει φόρους για να επιβιώσουμε, να αναπτυχθούμε και να βγούμε από το αδιέξοδο. Παράξενο, αλλά καθώς κοιτάζουμε στα πορτοφόλια δεν υπάρχει ούτε ένα ευρώ. Είμαι άνεργος, είσαι άνεργη, είναι άνεργοι. Πως θα πληρώσουμε; Παίρνει και μια σύνταξη η γιαγιά ίσα-ίσα φτάνει  για να πάρει πάνες και φάρμακα και να πάρουμε και λίγο γάλα για αυτήν και τα παιδιά.
Βρε, πια δεκαετία του πενήντα εδώ ζούμε τα «μεγαλεία της στέρησης» σε άλλη διάσταση. Αλλά ευτυχώς οι βουλευτές, οι υπουργοί, οι ιθύνοντες έχουν δουλειά. Δουλεύουν όλους εμάς που λιμοκτονούμε για να σωθεί η πατρίδα!
Να δεις θα έρθει άσπρη μέρα και για μας σου λέω. Μην φοβάσαι θα χιονίσει! Έ! δεν ζούμε δα και στο ’50!

Δεν υπάρχουν σχόλια: