Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2008

ΠΟΛΥΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΒΑΛΚΑΝΙΑ




«Τι Κόσοβο και Τέτοβο μου λες; Εγώ ξέρεις τι θα κάνω; Θα πάω να πάρω οικόπεδο στη Βόρειο Ηπειρο που θα ανέβει η αξία της γης - αυτά με νοιάζουν εμένα. Κι άμα θες, να σου κανονίσω, να πάρεις κι εσύ!»........
Δημοσιεύθηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ του Σαββάτου 23/2/2008 και

είναι για να διαβάζετε

«Τι δηλαδή; Να γίνει κράτος κάθε χωριό;»

Της Μαριλης Μαργωμενου
Αν σ' αυτό το ρεπορτάζ δεν υπάρχουν επώνυμα, είναι γιατί όλοι αυτοί που μιλούν, έχουν και κάτι να φοβούνται -ο Φρέντι ο Βορειοηπειρώτης μην διαβάσουν τι λέει οι Αλβανοί και του κάψουν το σπίτι στη Χιμάρα, ο Αντέμ ο Κοσοβάρος μην τον βρουν οι Χρυσαυγίτες και τον ξεκάνουν, ο Ελις ο Αλβανός μην τον πιάσουν οι «ουτσεκάδες» και του σπάσουν τα δόντια. Ο φόβος, ως γνωστόν, είναι η πιο αποτελεσματική μέθοδος για να μη μοιραστείς ποτέ τη γνώμη σου με όποιον διαφωνεί. Κι έτσι ο Φρέντι, ο Αντέμ και ο Ελις έχουν βρει τον σίγουρο δρόμο για να μην αλλάξουν γνώμη ποτέ. Ο μόνος που μιλάει με το όνομά του, είναι ο Αρμπάν Ζάνι, μάλλον από νεανικό θράσος. Γιατί ο Αρμπάν απ' τα Τίρανα, είναι μόλις 20 χρονών.
Σ' ένα περίπτερο στην Ομόνοια, με γυρισμένη πλάτη διαβάζει την κρεμασμένη εφημερίδα. Ο τίτλος είναι στα Αλβανικά, δεν καταλαβαίνω λέξη - «Λέει για το Κόσοβο;», τον ρωτάω. «Ναι, ωραία πράγματα!», απαντάει. «Να απελευθερώσουν και οι Έλληνες τη Βόρειο Ήπειρο…», του κάνω. «Ποια Βόρειο Ηπειρο; Τι λες τώρα;», εκνευρίζεται. «Εκεί είναι κάτι Ελληνες σκόρπιοι στα χωριά. Τι δηλαδή; Να γίνει κράτος κάθε χωριό;». Μαλακώνει με το που ακούει πως είμαι δημοσιογράφος. «Αρμπάν να με γράψεις!», λέει. «Εδώ με φωνάζουν Νίκο, αλλά το όνομά μου είναι Αρμπάν Ζάνι».
Μιλάει για τους Αλβανούς του Κοσόβου όπως θα μιλούσα εγώ για τους αγωνιστές του '21. «Εκεί κάθε σπίτι έχει κι έναν πολεμιστή του UCK! Δεν υπάρχει οικογένεια που να μην έχει χάσει έναν ήρωα στον πόλεμο», λέει. «Έχεις πάει στο Κόσοβο;», τον ρωτάω. «Αφού έφυγα 18 χρονών απ' την Αλβανία, πότε να πάω;». «Και πού τα ξέρεις τότε αυτά;». «Έλα τώρα, αυτά όλοι τα ξέρουν». «Εσύ πού τα ξέρεις;». «Άμα δεν πιστεύεις, να στα πει ο Αντέμ». Κι έτσι, μισή ώρα μετά γνωρίζω τον Αντέμ. Ο Αρμπάν τον παίρνει τηλέφωνο, και ύστερα με πάει σ' ένα ισόγειο, κάπου στην Κυψέλη. Ο Αντέμ με υποδέχεται σε ένα δωμάτιο δέκα τετραγωνικών που αντί για κρεβάτι έχει ένα στρώμα στο πάτωμα, και αντί για κουρτίνα μια τεράστια αλβανική σημαία. «Θα ανεβάσω τη δική μας τώρα, τη μπλε με τ' αστέρια!», είναι το πρώτο πράγμα που μου λέει με το που με βλέπει να την κοιτάζω. Κι ύστερα, το ύφος του αλλάζει - «μη νομίζεις», κάνει απολογητικά, «αυτό δεν είναι το σπίτι μου, εδώ απλώς συναντιόμαστε με τα παιδιά - κάτι σα γραφείο πες». Αλλά στο κουδούνι διαβάζω το όνομά του και στο μπάνιο βλέπω την οδοντόβουρτσά του. Κι ύστερα μαθαίνω πως στα 35 του, ο Αντέμ απ' το Κόσοβο δουλεύει οικοδομή για 800 ευρώ, κι απ' αυτά τα μισά τα στέλνει «πίσω στην πατρίδα».
Ο Αντέμ βγήκε και πανηγύριζε την Κυριακή στην Ομόνοια, γιατί είναι από ένα χωριό έξω απ' την «ελεύθερη Πρίστινα», όπως λέει εορταστικά. Τον ρωτάω γιατί έφυγε απ' το Κοσοβο, και το εορταστικό ύφος χάνεται. «Ασ' το αυτό το θέμα. Πάντως εμείς απ' το Κόσοβο δε φεύγουμε. Εγώ, έτυχε». Τον ακούω να παλαντζάρει κάπου μεταξύ εθνικισμού και προσφυγιάς: «Στο χωριό μου, τη μισή μέρα είσαι χωρίς νερό, και την άλλη μισή χωρίς ρεύμα, και δουλεύεις σα σκυλί για 200 ευρώ μισθό, όταν το νοίκι είναι 250», λέει. «Και άμα πας στην Πρίστινα, περπατάς σε δρόμους μεσ' τη λάσπη και κοιτάζεις απ' έξω τις τζαμαρίες των μπαρ γιατί τα λεφτά σου δε φθάνουν για να πάρεις ούτε μπίρα». Ο Αντέμ ξέρει πως όλα αυτά δεν άλλαξαν από τότε που έφυγε εκείνος, γιατί η γυναίκα και η κόρη του είναι ακόμη στο Κόσοβο. «Τους στέλνω λεφτά να ζουν σαν πριγκίπισσες», λέει - αλλά, όσο και να του λείπουν, το τελευταίο πράγμα που θέλει, είναι να τις φέρει στην Ελλάδα. «Ο δικός μου ο γιος θα γεννηθεί Κοσοβάρος», κάνει υπερήφανα. «Δε θα κουβαλάει μπάζα τα ξημερώματα».
«Τώρα είμαστε κράτος, αυτό μετράει! Τα υπόλοιπα, ασ' τα!», λέει όταν τον ρωτάω για τον UCK. Γι' αυτά «τα υπόλοιπα», μου μιλάει τρεις ώρες μετά ο Φρέντι, ο Βορειοηπειρώτης. Σ' ένα καφενείο στα Πατήσια, κάθεται στο τραπεζάκι με τρεις νεαρούς Αλβανούς. «Καθαρίσανε Σέρβους, Βόσνιους και Τσιγγάνους, και τώρα σου λέει «2 εκατομμύρια Αλβανοί…». Ο Φρέντι κουνάει το ζάρι όπως κοιτάζω ενστικτωδώς τους Αλβανούς - «μη δίνεις σημασία, τώρα ήρθαν απ' την Αλβανία, δεν ξέρουν Ελληνικά», με καθησυχάζει. «Έπρεπε να κάνουμε τα ίδια και οι Βορειοηπειρώτες για να αποκτήσουμε πατρίδα», συνεχίζει. «Αλλά βλέπεις, εμάς μας παίρνουν τα σπίτια, κι οι Έλληνες δημοσιογράφοι νοιάζεστε μόνο αν έκλεισε απ' τα χιόνια η Κατεχάκη». Ο Φρέντι κόβει την παρτίδα στη μέση, κι όσο πιο πολύ μιλάει, τόσο περισσότερο αγριεύει - μάλλον γιατί είναι απ' τη Χιμάρα, κι έτσι λογικά κάνει προβολές της δικής του μοίρας σ' εκείνη των Σέρβων του Κοσόβου. «Τόσα χρόνια οι Αλβανοί κατέστρεφαν τις εκκλησίες μας, και η Ελλάδα, μιλιά. Αυτοί γεννούσαν δέκα παιδιά ο καθένας, και οι Σέρβοι ήταν σαν σε γκέτο. Δεν ξέρετε εσείς τι θα πει να είσαι Σέρβος στο Κόσοβο, οι Έλληνες είσαστε καλομαθημένοι, δεν τα έχετε ζήσει αυτά. Ξέρεις τι θα πει να φοβάσαι να αφήσεις τον γιο σου να βγει τρία τετράγωνα πιο κάτω να παίξει;», λέει και κουνάει το κεφάλι. «Εγώ στη Χιμάρα, θυμάμαι που μας κλείσανε το σχολείο, και κάναμε μάθημα κάτω απ' τα δέντρα. Και τη λέξη «ανεξαρτησία» τη λέγαμε ψυθιριστά ο ένας στον άλλον, μη μας ακούσει κανείς και μας καρφώσει». Ο πατέρας του, μού εξηγεί, περίμενε πώς και πώς να γίνει ο Φρέντι 18 για να τον στείλει στην Ελλάδα. «Κι όλοι οι συμμαθητές μου, έτσι έκαναν. Όλοι φύγαμε, κι αφήσαμε πίσω στην πατρίδα μόνο γέρους και γριές. Γιατί τι να κάναμε; Ένα τεράστιο γηροκομείο την κατήντησαν οι Ελληνες πολιτικοί τη Βόρειο Ηπειρο. Και τώρα τι μου λέτε; Να βγω εγώ να πολεμήσω στα βουνά;». «Όχι ρε φίλε, κάτσε δω που είσαι να παίξουμε κάνα τάβλι!», ακούγεται απ' το δίπλα τραπέζι. Ένας τριαντάρης γελάει με το αστείο του. «Έλληνας είσαι φίλε;», του κάνει ο Φρέντι. «Οχι ακόμα!», απαντά εκείνος - ο Ελις απ' το Ελμπασάν, έχει δώδεκα χρόνια στην Αθήνα. «Κόσοβο; Άσε με ρε κορίτσι μου τώρα!», κάνει με το που τον ρωτάω. «Θες να σου πω πόσο ΙΚΑ μου παίρνουν για το μαγαζί καλύτερα;». Ο Ελις έχει σαντουιτσάδικο στα Πατήσια, και μια κόρη που «ούτε ξέρει πού πέφτει το Κόσοβο». Του φαίνεται πως τον κοιτάζω υποτιμητικά όταν το λέει - μάλλον γι' αυτό σοβαρεύει. «Κοίτα να δεις, τα σύνορα της Αλβανίας άνοιξαν, κι άνοιξε κι εμένα το μυαλό μου. Δε θα είμαι μια ζωή σα να έχω από πάνω μου τον Χότζα». «Μα στο Κόσοβο...», προλαβαίνω να πω πριν ο Ελις με κόψει. «Τι Κόσοβο και Τέτοβο μου λες; Εγώ ξέρεις τι θα κάνω; Θα πάω να πάρω οικόπεδο στη Βόρειο Ηπειρο που θα ανέβει η αξία της γης - αυτά με νοιάζουν εμένα. Κι άμα θες, να σου κανονίσω, να πάρεις κι εσύ!».

Δεν υπάρχουν σχόλια: